- βιοτεχνικός
- η , ό[ν] ремесленный; кустарный;
βιοτεχνική σχολή — ремесленное училище
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βιοτεχνική σχολή — ремесленное училище
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βιοτεχνικός — ή, ό ο σχετικός με τη βιοτεχνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιοτεχνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αναστάσιο Κ. Χρηστομάνο] … Dictionary of Greek
βιοτεχνικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη βιοτεχνία και στο βιοτέχνη: Τα βιοτεχνικά είδη όλο και λιγοστεύουν στα ράφια των σούπερ μάρκετ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… … Dictionary of Greek
σηροτροφία — η γεωργικός και βιοτεχνικός κλάδος που ασχολείται με τη διατροφή του μεταξοσκώληκα και την παραγωγή μεταξιού: Η σηροτροφία κατά τη βυζαντινή εποχή ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένη στην Πελοπόννησο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)